1/6/14

Την ύστερη στιγμή



Πάνω από το ετοιμοθάνατο σαρκίο μου

Θα ερίζουν

Ο άγγελος κι ο διάβολος

Και θα ρίχνουν ο καθένας το χαρτί του

Ως επιχείρημα για να με πάρει με το μερος του.

(Λες κι έχει επείγουσα ανάγκη ο Παράδεισος

Ή η Κόλαση από κατοίκους

Αλλιώς θα το κλείσουνε το μαγαζάκι)



Φωτογραφίες στιγμιότυπα:

-Τότε που σκότωσε εκείνη την ελπίδα;

Κι ούτε που νοιάστηκε

Αν ο κόσμος την είχε ανάγκη να σωθεί;



-Τότε που γέννησε την άλλη την ελπίδα;

-Κι ο κόσμος σάμπως νοιάστηκε

Για τη λεχώνα και το νιογέννητο;

Την έστειλε στα κάτεργα γραμμή

Τότε που γύρισε την πλάτη στην ευθεία γραμμή;

-Και βουτηξε ολόκορμη στον εαυτό της;

Και δυστύχησε!

Τότε που αγάπησε μέχρι τρέλας;

Και γι’αυτό της δόθηκε η χάρη

Της Παράδεισος εν ζωή;



-Α, όχι, εκείνη η αγάπη δεν πιάνεται!

(Σκυφτός ο διάβολος αναλογίζεται

Πώς θα γλιτώσει από την αγάπη

Που πήγα κι έδωσα

Σε κάτι φτωχοδιαβόλους του

Που τους έστειλε για να με κερδίσει



Κι ο άγγελος κοιτάζει τα σανδάλια του

Πώς στο καλό θα ξεμπερδέψει

Την ψυχή μου που πήγα και τη χάρισα αιώνια

Στους απεσταλμένους του εξ από δω)



Και θα ‘ναι η στιγμή της αναχώρησής μου

Κι η κρίση ακόμα θα εκκρεμεί.



Τα χαρτιά θα τελειώσουν,

Οι στιγμές μου θα τελειώσουν,

Κανένα άλλο επιχείρημα, καμιά άλλη ευκαιρία.

Κι οι τρεις μαζί θα ξύνουμε το κεφάλι

Με απορία…

Πομπηία



Διατηρησα για πολύ τη σιωπή
Τόσο που μαύρισε το δέρμα μου.
Έπηζαν πάνω του σκέψεις, αισθήματα
Πασπαλισμένα γεγονότα
Σκληρυναν την κρούστα του,
Και ρίζωσαν εκεί
Αγριόχορτα ξεραμένα πριν της ώρας τους.
Έλεγα θα αντέξουν.

Ο αέρηδες κι οι ήλιοι εναλλασσόμενοι
Τουρίστες που πέρασαν να φωτογραφήσουν
Το φαινόμενο
Έδωσαν τη δική τους σκληρότητα
Στην επιφάνεια.
Ήμουν σίγουρη ότι άντεξε

Ούτε κατάλαβα ποια στιγμή
Και για ποιο λόγο σχηματίστηκαν
ρωγμές
Κι η επιφάνεια από κάτω φούσκωσε
Τα χείλη των ρωγμών τσιτσίριξαν καμμένα
Από τη μεγάλη θερμοκρασία του εσωτερικού
Κι ανάβλυσε κατά τόπους η λάβα
η κρατημένη από καιρό.

Μύρισε καμμένη γη η σκέψη μου…





25/5/14

Μέσα στο φως




«Υπάρχει κάπου, μα όχι εδώ. Υπάρχει μια ζωή απαλλαγμένη απ’ το μαύρο. Μια άλλη ζωή που σ’ αφήνει να είσαι αυτός που είσαι. Αυτός που ξεκινάς να είσαι. Όχι εδώ όμως… Εδώ ο τόπος είναι μικρός, μια σταλιά… Λίγα χωράφια ξερικά –πιο ξερικά, πουθενά αλλού στον κόσμο. Βουνό και θάλασσα. Δε χορταίνεις ποτέ σου. Ούτε από ζωή, ούτε από ξεγνοιασιά, ούτε από νερό. Μόνο από φως. Είναι πολύ το φως εδώ… 

Η φτώχεια του τόπου μας έκανε κλειστούς. Μιλάμε στο γείτονα, γελάει το χείλι μας. Μα μέσα μας είμαστε κλειστοί. Κοιτάμε τα ρούχα που φορεί ο διπλανός μας και τη ζωή που κάνει, και τα χωράφια που διαφεντεύει. Είναι πιο πολλά απ’ τα δικά μας ή νομίζουμε πως είναι, και βέλος ακίδωτο καρφώνεται στην καρδιά μας.  Είναι καλύτερός μας, κι αυτό δεν το αντέχουμε. 

Οι μόνες ώρες που μας δένουνε όλους μαζί είναι τα πανηγύρια. Όσα απομείνανε. Στην Αθήνα κανένα. Πολύ μοναξιά εκεί. Απομόνωση κι αίσθημα ότι δεν ανήκεις πουθενά. Λιγοστοί συγγενείς και μοιράζεσαι μαζί τους τις γιορτάδες. Στο χωριό μου είναι πιο καλά. Σμίγουμε όλοι μαζί, πίνουμε να ξεχάσουμε όσα μας χωρίζουνε, τη ζαλάδα μας την κάνουμε τραγούδι και χορό.  Γέλιο και κέφι. Την επόμενη μέρα γυρνάμε πάλι στο μέτρημα.  

Πάντα το ξέραμε πως ο τόπος μας δε θα μας χαρίσει τη ζωή. Σαν τους πρωτόπλαστους θα ιδρώσουμε και θα πονέσουμε, θα ματώσουμε. Και θα είμαστε μέσα στον Παράδεισο. Παράξενος παράδεισος στ’ αλήθεια. Φως και αέρας, φως και νερό, φως και χώμα, βράχια, ελιές, αμπέλια. Κι εμείς Πρωτόπλαστοι, κι αλήτες. Δίνουμε τη ζωή μας αντίτιμο για να ζούμε σ’ αυτόν τον τόπο, τον ελάχιστο και πανέμορφο, τον σκληρό κι ανελέητο. Δε φταίει αυτός για τη φτώχεια του. Πλαγιάζουμε στις πέτρες, πίνουμε το φως, είμαστε πάντα στην πορεία, ποτέ στο τέρμα. Ζωή, μας είπανε, θα πει να παλεύεις σ’ ένα ξερό χωράφι να το κάνεις ν’ ανθίσει. Το ξέρεις πως δεν θα προλάβεις να το δεις ανθισμένο. Ίσως μέσα σου το ξέρεις κιόλας: δεν θα ανθίσει ποτέ.  Όμως παλεύεις. Γιατί δε μπορείς παρά να παλεύεις. Η ελπίδα είναι γι’ άλλους. Για μας, η ξερή σιδερόπετρα και το αγριόχορτο. 

Πάντα, σ’ αυτόν τον τόπο, σκότωναν το άλλο. Το διαφορετικό. Η αγωνία της κοινότητας για να σώσει τον εαυτό της από την αλλαγή. Είναι εις γνώση μου: σ’ αυτά τα χώματα σύρθηκαν αλυσίδες, κι έκλεισαν μέσα τους πνεύματα μεγάλα, που ονειρεύτηκαν τον Άνθρωπο. Εξορία ήταν το τίμημα, θάνατος, φυλακή. Δεν είναι λοιπόν για να χάσεις την ισορροπία σου και να φανείς βλαμμένος –ή σωτήρας, το ίδιο κάνει. Όσοι γεννηθούν με το στίγμα, φοβούνται. Κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους να μη σημαδευτούν. Είναι άλλοι που δεν τα κατάφεραν. Το μέλλον τους αβέβαιο. 

Κι όμως. Είναι στιγμές που το νιώθεις: κάποιος εκεί έξω είναι σύμφωνος με τη διαφορετικότητά σου. Εσένα που αφουγκράστηκες τους κρωγμούς των πουλιών, το φύσημα του ανέμου. Φτάνει να ‘χεις ακούσει αυτό που ψιθυρίζει στα φύλλα του ο δρυς ο αιωνόβιος, του Διός τ’ αγαπημένο δέντρο. Εσένα που σου φανερώθηκε το μυστικό: ο άνθρωπος είναι αθώος μέσα στη φύση –το σπίτι του-, είναι αθώος χωρίς την ενοχή και την αδικία. Ο άνθρωπος είναι παιδί. Το μυστικό που μεταμορφώνει τον άνθρωπο από σκυφτό σε γελαστό κι από κλειστό σε διάπλατο. Κι αφού όλοι το γνωρίζουμε, γιατί κλείνουμε τα μάτια;


Με το τέλειωμα του στρατιωτικού όλα τα προηγούμενα μου είχαν καρφωθεί στο μυαλό. Ζητησα να ζήσω τη ζωή μου σ’έναν τόπο που να βοηθήσει να γνωρίσω το μυστικό της αθωότητας και της καθαρότητας. Πέντε χρόνια στη σχολή κι άλλα δυο στο στρατό, μου έδειξαν το χωριό μου. Πιο βαθύ και πιο πλατύ από τα χιλιόμετρα που καλύπτει η πόλη. Μια πατουνιά γης και ατέλειωτη θάλασσα τριγύρω, μα τα διδάγματά της ήταν πιο ταιριαστά μέσα μου. Η γλώσσα της ήταν η γλώσσα μου. Αυτή ήταν για μένα. Πίκρανα τους φίλους μου, αλλά έφυγα.  Πήρα τα βιβλία μου και τα τετραδια, το καβαλέτο μου και τα πινέλα, τα χρώματα και τις προσδοκιες μου και μπάρκαρα για το νησί.

Βρίσκομαι από καιρό στο χωριό μου. Στο σπίτι το λιτό, μαζί με τη μάνα μου, που με παρακολουθει να δει τι σκέφτομαι. Να τι σκέφτομαι: το τραπέζι, οι καρέκλες, οι γλάστρες της, είναι στον ίδιο τόπο που τα ‘χε αφησει πεθαίνοντας η γιαγιά μου. Κι η γιαγιά μου τα ‘φησε εκεί, γιατί τα αβρήκε από τη μάνα της. Αυτή η αίσθηση να περπατάς στα χωράφια και στις αμμουδιές των παππούδων σου μου ‘χε λείψει. Μιωθω μια εμπιστοσύνη σ’αυτόν τον τόπο. Μυρίζω το ξερό χορτάρι, το φρυμμένο χώμα, το σκίνο και τη χαρουπιά. Μια μεγάλη προστατευτική μήτρα γύρω μου. Τα π ρωινά τρώγω ελιές και τυρί, πίνω τσάι ή γάλα απ’την κατσίκα, κι ανασαίνω το αεράκι που μια μου φέρνει αρμύρα πελαγίσια, μια τη μυρωδιά του χώματος. Έχω ελάχιστα –δε θἐλω παραπάνω. 

Στέκομαι και κοιταζω τη θάλασσα, και μου μιλά χωρίς λόγια κατευθείαν στην καρδιά. «Μνήμη του λαού μου» που λέει ο ποιητής. Ναυτοσύνη του πατέρα μου, λατρεία και φόβος και θαυμασμός. Ο βυθός της, μοίρα μου και αγάπη. Η καθαρότητα, η αλαφράδα, η ελευθερία της, έμπνευση. Είναι στα μάτια μου το θηλυκό: οι ήχοι της, τα χρώματα, οι μυρωδιές και τα θωπεύματά της. Όλος ο κόσμος θάλασσα. Όλος ο κόσμος επιφάνεια, και το κουκί του μυστικού είναι στο βυθό. Αυτό το μυστικό θέλω να βρω, να το γευτώ και να το πω. Να δώσω στον κόσμο την αρμονία που του στέρησαν οι επαγγελματίες της ενοχής. 

Το χωράφι του παππού. Μερικές ελιές, χώμα  που μυρίζει καλοκαίρι, συκιές και ξερόχορτα. Εδώ στις πιο ασήμαντες μέρες μου έζησα ως παιδί τα πιο σημαντικά. Όσα μου έδωσαν την ταυτότητά μου. Τις μόνες βεβαιότητες που έχω μέσα μου. Όχι τις σκέψεις, τις ιδεολογίες, ή τις ανάγκες μου. Αλλά το είναι μου. Το γαλάζιο του ουρανού πίσω απ’ τις ελιές, τ’ αμπέλι κι η κληματαριά, το χώμα και στο βάθος η θάλασσα. Η μόνη μου βεβαιότητα. Θα με πουν ρομαντικό: δικαίωμά μου και κέρδος μου. Ποιος θα με κρίνει;

Αν έχει κανείς να αναμετρηθεί με κάτι, αυτό είναι εντελώς προσωπικό. Αυτό είναι ο θάνατός του. Όχι ο θάνατος γενικά –αυτός είναι ένα απλό γεγονός. Το σταμάτημα της ανάσας σ’ έναν ύπνο αγρήγορο, που μπορεί να είναι μια πόρτα για μια νέα περιπέτεια, μπορεί όμως και όχι.
Όμως ο θάνατός μου είναι ο κριτής μου –δηλαδή εγώ τη στερνή μου τη στιγμή. Με όλα τα έγγραφα των πεπραγμενων και των μη πεπραγμένων μου. Κυρίως των δεύτερων. Είναι άθλιο το δείλι της ζωής σου να σε ‘βρει πεινασμένο. Ο  άνθρωπος πρέπει να φεύγει χορτάτος. 

Σκηνοθετώ το θάνατό μου: Πρωινό καλοκαιρινό φως. Δροσερές ακτίνες πάνω σε λευκά σπίτια, κι η θάλασσα κάτω σγουρή. Μελτεμάκι δροσερό. Ένα πλοίο βγαίνει από το λιμάνι. Παντού μυρωδιά θαλασσας. Ένα τσούρμο παιδιά τρέχει στα φωτεινά σοκάκια φωνάζοντας. Ακινητούν τα θυμάρια, τ’ αμπελια, οι ηφαιστειογενείς πέτρες κάτω από το φως. Κι εγώ, καθόλου άυλος. Με μάτια που εξερευνούν, με χέρια που αδράχνουν, μύτη απαιτητική, και γεύση ακόρεστη, με γράμματα για να τα διαβάζεις και να τα γράφεις. Εδώ, οι αγάπες που έλπισα, η Ηρώ, η Αμαλία, η Φωτεινή. Εδώ κι οι αγάπες που έζησα: η Λένα κι η Δήμητρα. Εδώ, οι στίχοι που σκάρωσα, τα τραγούδια που αγάπησα, οι φίλοι κι οι σκέψεις που ανταλλάξαμε. Η λατρεία μου για τον τόπο των προπατόρων, που ακόμα δεν εξαργυρώθηκε. Η συνενοχή σε όλον τον κόσμο που συνάντησα. Το γέλιο που χάρισα και τα σφάλματα που δεν μπόρεσα να μην κάνω. Ο τρόμος κι η μοναξιά ελάχιστα. Γι’ αυτό γύρισα εδώ.»  

Οι εικόνες είναι του Παντελή Ζωγράφου
 

17/12/11

ΤΟ ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ

Κατηφορίζοντας την Ερμού τη χτύπησε ένας βαθύς πόνος στο αριστερό γόνατο. Ανεξήγητος. Την ενόχλησε για λίγο, αλλά έπειτα τον απώθησε κοιτάζοντας τα καταστήματα. Δεν ήθελε να αγοράσει τίποτα, απλώς χάζευε τις βιτρίνες των καταστημάτων. Δεν ειχε χρόνο για πολλά-πολλά. Στο σπίτι την περίμενε άπειρη φασίνα. Δεν κατάλαβε πώς μπήκε στο κατάστημα καλλυντικών. Μια καινουργια κρέμα ημέρας και μια νέα κρέμα ματιών ήταν απαραίτητα. Μια δυνατή κρέμα ματιών –οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια της μπορούσαν να παραβγούν τις σακούλες του σούπερ-μάρκετ. Δυνατό το κλιματιστικό μέσα στο κατάστημα. Της άρεσε. Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που το καλοκαίρι δεν ήταν γι’ αυτήν. Αντίθετα από άλλα χρόνια που περίμενε πώς και πώς τον Ιούνιο, φέτος η σκέψη που έκανε ήταν μάλλον αρνητική: «το καλοκαίρι θα έρθει. Εμείς, θα είμαστε εδώ για να το υποδεχτούμε;» Και πράγματι, το καλοκαίρι είχε έρθει, αλλά εκείνη το κοίταζε μάλλον δυσαρεστημένη. Πέρσι δεν ήταν έτσι. Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και κάτι προστίθεται –αντιαισθητικό- και όλο και κάτι αφαιρείται –κάτι από εκείνα που συνθέτουν τη διάθεση για ζωή.
Τι όμορφο το τραγούδι που ακουγόταν από τα μεγάφωνα: «Στου κορμιού σου τ’ ακρογυάλια, να με φέρνουν μαϊστράλια, και καράβια Χιώτικα…» Έπεσε περισσότερο η διάθεσή της, καθώς κοιτούσε τη νεαρή πωλήτρια να παρατάσσει αδιάφορη πάνω στον πάγκο όσες κρέμες ματιών υπήρχαν στο μαγαζί. Κουρασμένη κι εκείνη, από άλλους λόγους. Δεν της έλεγε τίποτα το τραγουδι. Κι όμως, θα μπορούσε να έχει γραφτεί για εκείνη. Για όλες αυτές τις νεαρές κοπέλες που ξεκινούν το ταξίδι τους τώρα –το ταξίδι στη ζωή. Το ύφος της όμως έδειχνε πως της ήταν βαρετός ο στίχος, η μουσική. Η κούραση της δουλειάς, η ανία της καθημερινότητας την αποπροσανατόλιζε από το μήνυμα που έστελνε ο τραγουδοποιός. Τι κρίμα να απευθύνει ερωτική εξομολόγηση σε κάποιον που δεν ξέρει σήματα μόρς. Κρίμα για τον πομπό, κρίμα και για τον δέκτη που αγνοεί το μήνυμα.
Τελικά πήρε και μια αντηλιακή σώματος. Δεν την πίεσε η πωλήτρια. Μόνη της το αποφάσισε. Πιο ικανοποιημένη από το βάρος των καλλυντικών στην τσάντα, προχώρησε στο επόμενο βήμα: το άρωμα. Μέρες τώρα το ήθελε. Της είχε τελειώσει, κι ήταν το μόνο πράγμα που της έφτιαχνε τη διάθεση τον τελευταίο καιρό. Κοίταξε το πορτοφόλι της για να δει αν θα το άντεχε ο προϋπολογισμός της –τσίμα-τσίμα. Διάλεξε το μεγάλο μπουκάλι για λόγους ‘οικονομίας’. Πλήρωσε στο ταμείο και βγήκε στο δρόμο ξανά. Ο πόνος στο γόνατο την ακολουθούσε πιστά.
Κοίταξε τα μαλλιά της στον καθρέφτη μιας κολωνας–πολύ συνηθισμένα. Τόσα χρόνια το ίδιο χρώμα, και τι κατάλαβε; Να το τολμήσει να τα ανοίξει λιγάκι; Να τα σκουρύνει; Τι βλέπουν όλοι αυτοί που έρχονται από απέναντι; Μια ώριμη γυναίκα –άραγε έμοιαζε με τη μάνα της; Τσιτώθηκαν τα νεύρα της. Οι αρσενικοί την προσπερνούσαν αδιάφορα. Όχι πως είχε ανάγκη από σύντροφο, από ζωή είχε ανάγκη. Να γυαλίσουν τα μάτια της.
Χτύπησε μια υπενθύμιση στο κινητό της, κι έπειτα άλλη μία: έπρεπε να συζητήσει με τον άντρα της το ενδεχόμενο να πάρουν δάσκαλο για τα γερμανικά στη μικρή –υπενθύμιση ένα. Έπρεπε να μιλήσει αύριο στο αφεντικό της για το ενδεχόμενο να λείψει καμιά εβδομάδα –υπενθύμιση δύο, διακοπές. Διακοπές… αδιάφορο κι αυτό καθώς και όλα φέτος. Κι ο ήλιος αδιάφορος, κι η θάλασσα αδιάφορη, και οι ζωγραφιές στο τέλος του αναγνωστικού –κουβαδάκια και σωσίβια στην άμμο, κι αστερίες…
Έστριψε αριστερά για την Πανδρόσου, κι ύστερα πάλι αριστερά για τις καφετέριες. Κάθισε ανάμεσα στα ζευγαράκια των τουριστών που ξεκουράζονταν πριν ανηφορίσουν για την Ακρόπολη, και παρήγγειλε καφέ. Τον ήπιε στα γρήγορα, ούτε μια ανάσα δεν πήρε καλά καλά. Η ζέστη δυνάμωνε, ο ήλιος έπεφτε στα ακάλυπτα μπράτσα της και την έκαιγε. Έβγαλε την αντηλιακή και άλειψε τα χέρια της πριν κοκκινίσουν. Έστρεψε το βλέμμα της στον ήλιο και χαμογέλασε διακριτικά: «Κάποτε νόμιζα πως μπορούσα κι εγώ να σε κάψω. Τώρα βλέπω πως δεν βρίσκεται άνθρωπος στη γη που να μπορεί να σε συναγωνιστεί». Τα πιτσιρίκια που σχόλασαν εκείνη τη στιγμή από το λύκειο, πέρασαν μπροστά της με φωνές και γέλια: αύριο τελευταία μέρα στο σχολείο! Χαμογέλασε με την ορμή τους. «Κι αυτά νομίζουν πως μπορούν να σε κάψουν» σκέφτηκε. «Πάντα κάποιος θα πιστεύει πως μπορεί…» Με τα γυαλιά ηλίου, με τα κολλητά μπλουζάκια, τα αστραφτερά χαμόγελα, τον αέρα της παντοδυναμίας, η εφηβεία που βγαίνει μπροστά και θέλει να κάψει τον κόσμο.
Σηκώθηκε και έκανε δυο τρία βήματα να δοκιμάσει το γόνατό της. Κάπως καλύτερα ήταν. Στον ηλεκτρικό κάθισαν απέναντί της δυο παιδιά από την παρέα των εφήβων. Της φάνηκε πως κοιτούσαν γύρω τους με υποτίμηση. Πριν λίγον καιρό θα ένιωθε ένα μαζί τους και θα γελούσε. Τώρα ήξερε πως κι η ίδια ήταν στόχος της υποτίμησής τους. Ήταν «μεγάλη», και μόνο γι’ αυτό άξιζε την αμφισβήτησή τους. Ω, πώς, δεν το ήξερε κι η ίδια…; Το παράξενο ήταν μόνο που ο κόσμος ξαφνικά είχε τριχαστεί, ενώ πριν ήταν πιο απλουστευμένος: νέοι και γέροι. Τώρα ήταν νέοι, ώριμοι, γέροι. Δεν ανήκε στους νέους πια, δεν ανήκε ούτε στους γέρους. Ανήκε στην ηλικία που ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να χλευάσει το θάνατο. Ούτε το δικό της, ούτε των άλλων.
Κατέβηκε στο σταθμό της γειτονιάς της. Οι σκάλες για να ανέβει στην πλατεία την κούρασαν πολύ. Τα εφηβάκια ανέβαιναν δίπλα της φωνάζοντας για το συμμαθητή τους που έκαψε τα βιβλία του. Της ανέβαζαν την αδρεναλίνη με τόσες φωνές.
Στο σπίτι έπιασε στα γρήγορα δουλειά. Σκούπισε, κι ύστερα μάζεψε όσα άχρηστα αντικείμενα είχαν πιάσει χώρο πάνω στο κομοδίνο και μέσα στα συρτάρια, και τα έβαλε σε μια σακούλα. Το δεύτερο συρτάρι ήταν γεμάτο με τα παλιά της διηγήματα. Νεανικές κι εφηβικές ερωτικές φαντασιώσεις. Πολλά διηγήματα, μερικά θεατρικά έργα, γραμμένα από τα δεκατέσσερά της κιόλας. Τα ξεφύλλισε. Ήρωες που αγάπησαν, που πόνεσαν, και που έσμιξαν με τον άνθρωπο της ψυχής τους. Παλιές ιστορίες. Χωρίς λόγο ύπαρξης πια. Αφού κι η ίδια γνώρισε τη ματαιότητα αυτής της «ολοκλήρωσης». Άναψε σ’ ένα ντενεκέ μια φωτιά και τα πέταξε μέσα ένα-ένα. Στο μυαλό της γύριζαν τα εφηβάκια και τα γέλια τους, κι ήλιος… Ύστερα γύρισε να ξεσκονίσει τα κομοδίνα της κρεβατοκάμαρας.